- γλουτῶν
- γλουτόςbuttockmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PALLA — I. PALLA Graece πάλλα, globus, Germanis Ballen: Gallis Bale, Italis Palla et Bala, pro pila. Hesych. Πάλλα, σφαῖρα ἐκ ποικίλων νημάτων πεποιημένη. Sed et sic globum crucigerum Imperrialem, qui inter Regalia insignia reponitur, appellat Gotefridus … Hofmann J. Lexicon universale
ειδώλιο — Μικρό άγαλμα κατασκευασμένο από πηλό, πέτρα, ξύλο, χαλκό ή ελεφαντοστό. Τα πρώτα ε. εμφανίζονται ήδη στους πολιτισμούς της ανώτερης παλαιολιθικής περιόδου. Πρόκειται για αγαλμάτια, κυρίως λίθινα, που παριστάνουν γυναικείες μορφές με ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek
κούρος — Μαρμάρινο αναθηματικό ή επιτύμβιο άγαλμα της μνημειακής ελληνικής αρχαϊκής πλαστικής, που απεικονίζει νέους σε όρθιο γυμνό. Ο εικαστικός τύπος του κ., εμπνευσμένος από αιγυπτιακά πρότυπα, εμφανίζεται όρθιος, μετωπικός, με φαρδείς ώμους, λεπτή… … Dictionary of Greek
μεσοπύγιον — μεσοπύγιον, τὸ (Α) το σημείο τού ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται μεταξύ τών γλουτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + πυγίον (< πυγή «οπίσθια»)] … Dictionary of Greek
πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… … Dictionary of Greek
τυλέδρανο — το, Ν το σκληρό, σαρκόχρωμο μέρος τών γλουτών τών πιθήκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύλη + έδρανο. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν] … Dictionary of Greek
υπόλισπος — και αττ. τ. ὑπόλισφος, ον, Α (ως κωμικός χαρακτηρισμός τών γλουτών τών κωπηλατών) πεπλατυσμένος στην κάτω επιφάνεια («πολλοῑς γ ὑπολίσποις πυγιδίοισιν ἐχαρίσω», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λίσπος / λίσφος «λείος»] … Dictionary of Greek
αγριοκάτσικο ή αίγαγρος — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό που ζει στις ορεινές περιοχές της κεντρικής και νότιας Ευρώπης, της κεντρικής Ασίας και της Αφρικής. Σε ορισμένες περιοχές τείνει να εκλείψει εξαιτίας του κυνηγιού, γι’ αυτό προστατεύεται από αυστηρές διατάξεις. Με το… … Dictionary of Greek
Αφροδίτες, παλαιολιθικές — Αγαλματίδια γυναικών της αρχαιότερης γνωστής γλυπτικής, σκαλισμένα σε πέτρα, ελεφαντοστό ή κόκαλο. Κοινό γνώρισμα των γλυπτών της σειράς αυτής είναι το μικρό τους μέγεθος (4 22 εκ.) και τα τονισμένα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά του φύλου… … Dictionary of Greek
ισχιακό νεύρο — Το πιο μακρύ νεύρο του σώματος. Εκτείνεται από την κάτω άκρη του νωτιαίου μυελού και μέσω των γλουτών και έπειτα μέσω της κνήμης φθάνει στο πέλμα … Dictionary of Greek